Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιεισδύω
ρήμα αμετάβατο 1 penetra`re; infiltra`rsi το νερό έχει διεισδύσει μέσα στους τοίχους==l'acqua si è infiltrata nei muri 2 ((figurato)) infiltra`rsi κατάσκοποι διείσδυσαν στην οργάνωση==delle spie si sono infiltrate nell'organizzazione 3 ((figurato)) penetra`re διεισδύω στην ανθρώπινη ψυχή==penetrare nell'animo umano permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |