Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διεκπεραίωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 compime`nto ~m~ διεκπεραίωση μιας αποστολής==compimento di una missione
2 εγγράφων disbri`go ~m~; espletame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διεκπεραιώνω διεκτραγωδώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---