Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιέλευση
ουσιαστικό θηλυκό tra`nsito ~m~; passa`ggio ~m~ ο τύπος σχολίασε ποικιλοτρόπως τη διέλευση του Ρώσου πρωθυπουργού από την Αθήνα==la stampa commentò variamente il passaggio del primo ministro russo da Atene διέλευσις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [διέλευση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |