Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιεξαγωγή
ουσιαστικό θηλυκό 1 svolgime`nto ~m~ διεξαγωγή εκλογών==svolgimento delle elezioni 2 procedu`ra ~f~, svolgime`nto ~m~ di un processo διεκόπη η διεξαγωγή της δίκης==il processo è stato interrotto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |