Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διεξοδικός  
επίθετο

particolareggia`to; minuzio`so; esaurie`nte διεξοδικές έρευνες==ricerche minuziose

διεξοδικότατος
επίθετο

superlativo di [διεξοδικός]

διεξοδικότερος
επίθετο

comparativo di [διεξοδικός]

διεξοδικώτατος
επίθετο

superlativo di [διεξοδικός]

διεξοδικώτερος
επίθετο

comparativo di [διεξοδικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διεξοδικά διεξοδικώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---