Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διέξοδος  
ουσιαστικό θηλυκό

1 via ~f~ d'usci`ta; sbocco ~m~
2 ((figurato)) via ~f~ d'usci`ta; evasio`ne ~f~ δεν υπάρχει άλλη διέξοδος==non c'è altra via d'uscita | το διάβασμα είναι μια μορφή διεξόδου==la lettura è una forma di evasione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διεξοδικώτερος Διεπαρχιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---