Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διδάκτορας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

dotto`re ~m~; ricercato`re ~m~; che ha consegui`to il dottora`to di rice`rca

διδάκτωρ
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

variante letteraria di [διδάκτορας ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διδακτικώτερος διδακτορία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---