Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διδασκαλία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 insegname`nto ~m~ η διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας==l'insegnamento di una lingua straniera
2 διδαχή dottri`na ~f~ χριστιανική διδασκαλία==dottrina cristiana
3 teatro messa ~f~ in scena; regi`a ~f~
4 gui`da ~f~, insegname`nto ~m~

διδασκαλίες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

detta`me ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διδάκτωρ διδασκαλικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η επάρκεια διδασκαλίας = abilitazione [θηλ.] all'insegnamento


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---