Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
δίδυμα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός
gemelli
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< δίδραχμο
διδυμογένεση >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διδαχή
[θηλ.ουσ]
διδάχος
[ουσ αρσ ]
διδαχτικός
[επίθ.]
διδιάστατος
[επίθ.]
δίδραχμο
{διδράχμ-ο...
δίδυμα
{διδύμ-ου ...
διδυμογένεση
{-ης κ. -έ...
Δίδυμοι
{Διδύμ-ων,...
δίδυμος
[επίθ.]
δίδυμος
[ουσ αρσ ]
δίδω
Ρ αόρ. έδω...
διεγείρομαι
μππ. διεγε...
διεγείρω
{διήγειρα,...
διεγερμένος
[επίθ.]
διέγερση
{-ης κ. -έ...
διεγέρσιμος
[επίθ.]
διεγέρτης
{διεγερτών...
διεγερτικό
[ουσ ουδ.]
διεγερτικός
[επίθ.]
διεγκέφαλος
{διεγκεφάλ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis