Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διεγείρομαι
ρήμα παθητικό

1 eccita`rsi
2 emoziona`rsi
3 entusiasma`rsi

διεγείρω  
ρήμα μεταβατικό

1 rinvigori`re; corrobora`re μερικά φυτά διεγείρονται από το φως==alcune piante rinvigoriscono alla luce
2 stimola`re; suscita`re; desta`re διεγείρω τη φαντασία κάποιου==stimolare la fantasia di qualcuno | διεγείρω το ενδιαφέρον κάποιου==suscitare l'interesse di qualcuno
3 erotico eccita`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δίδω διεγερμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---