Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιέγερση
ουσιαστικό θηλυκό 1 rinvigorime`nto ~m~ 2 eccitame`nto ~m~; eccitazio`ne ~f~ διέγερση των αισθήσεων==eccitamento dei sensi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |