Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διεγέρτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 eccitato`re ~m~
2 fomentato`re ~m~
3 incitato`re ~m~
4 istigato`re ~m~
5 provocato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διεγέρσιμος διεγερτικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---