GrecoItaliano


δίδυμος  
επίθετο

1 cose geme`llo; do`ppio
2 persone geme`llo

δίδυμος  
ουσιαστικό αρσενικό

geme`llo ~m~

Δίδυμοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Geme`lli ~mp~

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


zodiaco Δίδυμοι = ζωδιακός κύκλος Gemelli [αρσ. πλυθ.] || (zodiaco) οι Δίδυμοι [m.] = (ζωδιακός κύκλος) Gemelli [αρσ. πλυθ.]



Sfoglia il dizionario




{{ID:DIDYMOS100}}
---CACHE---