Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Δίδυμοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Geme`lli ~mp~

δίδυμος  
επίθετο

1 cose geme`llo; do`ppio
2 persone geme`llo

δίδυμος  
ουσιαστικό αρσενικό

geme`llo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διδυμογένεση δίδω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


zodiaco Δίδυμοι = ζωδιακός κύκλος Gemelli [αρσ. πλυθ.] || (zodiaco) οι Δίδυμοι [m.] = (ζωδιακός κύκλος) Gemelli [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---