Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιδασκάλισσα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [διδάσκαλος] διδάσκαλος ουσιαστικό αρσενικό variante letteraria di [δάσκαλος ^-ου, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |