Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βούρκωμα [ουσ ουδ.] βουτσί {χωρ. πληθ...
βουρκωμένος [επίθ.] βουτυλένιο [ουσ ουδ.]
βουρκώνω μππ. βουρκ... βουτυλικός [επίθ.]
βουρκώνω μππ. βουρκ... βουτύλιο [ουσ ουδ.]
βούρλα [θηλ.ουσ] βουτυρένιος [επίθ.]
βουρλίζω {βούρλισ-α... βούτυρο {βουτύρ-ου...
βουρλισιά [θηλ.ουσ] βουτυρόγαλα {βουτυρογά...
βούρλισμα [ουσ ουδ.] βουτυροκακάο [ουσ ουδ.]
βούρλο [ουσ ουδ.] βουτυροκομείο [ουσ ουδ.]
βούρτσα {δύσχρ. βο... βούτυρον [ουσ ουδ.]
βουρτσάκι [ουσ ουδ.] βουτυρόπαιδο [ουσ ουδ.]
βουρτσίζω {βούρτσισ-... βουτυροποιείο [ουσ ουδ.]
βούρτσισμα [ουσ ουδ.] βουτυροποιία {χωρ. πληθ...
βουρτσισμένος [επίθ.] βουτυρωμένος [επίθ.]
βουστάσιο {βουστασί-... βουτυρώνω {βουτύρω-σ...
βουταδιένιο [ουσ ουδ.] βουτώ {βουτάς......
βουτάνιο {βουτανίου... βουτώ {βουτάς......
βουτάω [ρ. μτβ. και αμετβ.] βοώ {βοάς... |...
βούτηγμα [ουσ ουδ.] βραβείο [ουσ ουδ.]
βουτηγμένος [επίθ.] βραβευμένος [επίθ.]
βούτημα [ουσ ουδ.] βραβεύομαι [ρ. παθ.]
βουτηχτής {βουτηχτ-ά... βράβευση {-ης κ. -ε...
βουτηχτός [επίθ.] βραβεύσιμος [επίθ.]
βουτιά [θηλ.ουσ] βραβεύω {βράβευ-σα...
βουτρόφος [ουσ αρσ και θηλ.] βραβεύων [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: