Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βαπόρι {βαπορ-ιού... βαρβαρότης [θηλ.ουσ]
βαποριζατέρ [ουσ ουδ.] βαρβαρότητα {χωρ. πληθ...
βαπτίζω {βάπτισ-α,... βαρβαρώτατος [επίθ.]
βάπτιση {-ης κ. -ί... βαρβαρώτερος [επίθ.]
βάπτισις [θηλ.ουσ] βαρβατεμένος [επίθ.]
βάπτισμα {βαπτίσμ-α... βαρβάτος [επίθ.]
βαπτισμένος [επίθ.] βαρβιτουρικά [ουσ ουδ πληθ.]
βαπτιστήριο {βαπτιστηρ... βαρβιτουρικό [ουσ ουδ.]
βαπτιστής [ουσ αρσ ] βαργεστημένος [επίθ.]
βάραθρο {βαράθρ-ου... βάρδα! [επιφ.]
βαραθρώδης [επίθ.] βαρδάρης [επίθ.]
βαραθρωμένος [επίθ.] βάρδια [θηλ.ουσ]
βαραθρώνομαι [ρ. παθ.] βαρδιάνος [ουσ αρσ ]
βαραθρώνω {βαράθρω-σ... βαρδιάτορας [ουσ αρσ ]
βαραίνω {βάρυνα} (... βάρδος [ουσ αρσ ]
βαραίνω {βάρυνα} (... βαρεί {βαράς... ...
βαράρω aor αβαβά... βαρεία {βαρειών}
Βαρβάρα [κύρ.όν. θηλ.] βαρέλα {χωρ. γεν....
βαρβαρικά [επίρ.] βαρελάκι {χωρ. γεν....
βαρβαρικός [επίθ.] βαρελάς {βαρελάδες...
βαρβαρισμός [ουσ αρσ ] βαρέλι {βαρελ-ιού...
βάρβαρος [επίθ.] βαρελίσιος [επίθ.]
βάρβαρος [ουσ αρσ ] βαρελοποιός [ουσ αρσ ]
βαρβαρότατος [επίθ.] βαρελότο [ουσ ουδ.]
βαρβαρότερος [επίθ.] βάρεμα {βαρέμ-ατο...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: