Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρβαρότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma letteraria di [βαρβαρότητα ^-ας, η^]

βαρβαρότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 crudeltà ~f~; brutalità ~f~
2 barba`rie ~f~; azio`ne ~f~ ba`rbara οι βαρβαρότητες του πολέμου==le barbarie della guerra | μετά το ματς διαπράχθηκαν πολλές βαρβαρότητες==dopo la partita sono state commesse molte azioni degne di barbari

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρβαρότερος βαρβαρώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---