Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάρδος
ουσιαστικό αρσενικό 1 storia bardo ~m~ 2 ((per estensione)) bardo ~m~, canto`re ~m~, poe`ta ~m~ patrio`ttico ο βάρδος της ελληνικής ελευθερίας==bardo della libertà greca | βάρδος του έρωτα==cantore dell'amore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |