Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαρεμάρα
ουσιαστικό θηλυκό no`ia ~f~; fia`cca ~f~ η τηλεόραση μου φέρνει βαρεμάρα==la televisione mi annoia | έχω μία βαρεμάρα σήμερα!==ho una fiacca addosso oggi! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |