Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαριά  
ουσιαστικό θηλυκό

mazza ~f~; grosso marte`llo ~m~

βαριά  
επίρρημα

1 forteme`nte
2 graveme`nte
3 pessimame`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Βαρθολομαίος βαριακούω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο άρρωστος βαριά = malato [αρσ.] grave


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---