Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαριά
ουσιαστικό θηλυκό mazza ~f~; grosso marte`llo ~m~ βαριά επίρρημα 1 forteme`nte 2 graveme`nte 3 pessimame`nte permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο άρρωστος βαριά = malato [αρσ.] grave Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |