Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαριαναστενάζω
ρήμα αμετάβατο sospira`re profondame`nte ο γέρος έπινε το κρασί του βαριαναστενάζοντας ==il vecchio, mentre beveva il suo vino, sospirava profondamente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |