Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαριέμαι  
ρήμα παθητικό

1 annoia`rsi δεν βαριέμαι ποτέ μαζί σας==non mi annoio mai con voi
2 secca`rsi; stufa`rsi βαριέμαι να βγαίνω κάθε βράδυ==mi secca di uscire tutte le sere | βαρέθηκα να τρώω συνεχώς τα ίδια πράγματα==mi sono stufato di mangiare sempre le stesse cose
3 non ave`r vo`glia di fare nulla βαρέθηκα πια την εργένικη ζωή==ho ormai in uggia, mi è venuta a noia la vita da scapolo | σε βαρέθηκα!==mi sono proprio stancato di te!, sono proprio stanco di te!, mi hai proprio stufato!+++δε βαριέσαι==lascia perdere!; lascia andare!

βαριέμαι
ρήμα παθητικό

ave`re in u`ggia; stanca`rsi di

βαριούμαι
ρήμα παθητικό

variante di [βαριέμαι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρίδι βαριεστημένα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


δε βαριέσε = lascia perdere! || βαρέθηκα! = mi sono scocciato


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---