Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρίδι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 pi`ccolo peso ~m~
2 di lenza, filo a piombo piombi`no ~m~
3 di pendolo, stadera, ecc. peso ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαριγράφος βαριέμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---