Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαρετός
επίθετο 1 scansafati`che; poltro`ne; pigro`ne 2 fastidio`so; noio`so βαρετός άνθρωπος==persona noiosa, piattola 3 noio`so βαρετό βιβλίο==libro noioso βαρετότατος επίθετο superlativo di [βαρετός] βαρετότερος επίθετο comparativo di [βαρετός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |