Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρέλι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bari`le ~m~; botte ~m~; barilo`tto ~m~; fusto ~m~ ένα μεγάλο βαρέλι κρασί==una botte di vino | ήπιαν ένα βαρέλι μπύρα==si sono bevuti un barilotto di birra
2 mineraria unità di misura bari`le ~m~ από την πετρελαιοπηγή αυτή αντλούνται χίλια βαρέλια ημερησίως==da quel pozzo si estraggono mille barili al giorno | ένα βαρέλι βενζίνη==un fusto di benzina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρελάς βαρελίσιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---