Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρεί
ρήμα απρόσωπο

salta`re in testa; veni`re in mente του βάρεσε να μπαρκάρει ναύτης==gli è saltato in testa, gli è venuto il ghiribizzo di fare il marinaio

βαρώ  
ρήμα μεταβατικό

1 picchia`re; ba`ttere μην το βαράς το παιδί==non picchiare il bambino!
2 colpi`re; feri`re τον βάρεσαν στην καρδιά==l'hanno colpito al cuore
3 κουδούνι suona`re βαράω το κουδούνι==suonare il campanello | βαράω τις καμπάνες==suonare le campane
4 ((popolare)) di strumenti musicali suona`re βαράτε τα όργανα!==cominciate a suonare!; avanti con la musica!+++βαράω διάλυση==fallire, fare fallimento | βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο==sbattere la testa contro il muro, pentirsi amaramente di qualcosa | το αλκοόλ με βάρεσε στο κεφάλι==l'alcol mi ha dato alla testa | βαράω μύγες==non fare nulla || starsene con le mani in mano || starsene in panciolle

βαρώ
ρήμα αμετάβατο

farsi male; feri`rsi βάρεσα στο κεφάλι==mi son fatto male alla testa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βάρδος βαρεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---