Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βασανιστήριο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 tortu`ra ~f~ δεν άντεξε τα βασανιστήρια==non ha resistito alle torture | υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια==sottoporre, mettere qualcuno alla tortura
2 ((per estensione)) torme`nto ~m~, peste ~f~ σκέτο βασανιστήριο αυτό το παιδί==quel ragazzino è una vera peste, un vero tormento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βασανισμός βασανιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---