Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβασικός
επίθετο 1 di base βασικός μισθός==stipendio base 2 ((figurato)) fondamenta`le; basila`re βασική προϋπόθεση==presupposto fondamentale | βασικές αρχές==principi basilari βασικότατος επίθετο superlativo di [βασικός] βασικότερος επίθετο comparativo di [βασικός] βασικώτατος επίθετο superlativo di [βασικός] βασικώτερος επίθετο comparativo di [βασικός] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο βασικό είναι... = l'essenziale è... Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |