Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβασιλεία
ουσιαστικό θηλυκό 1 uffi`cio ~m~, ca`rica ~f~, dignità ~f~, potere ~m~ del re ανέλαβε τη βασιλεία σε νεαρή ηλικία==è salito, asceso al trono in giovane età 2 monarchi`a ~f~ ο λαός ψήφισε κατά της βασιλείας==il popolo si è pronunciato contro la monarchia 3 periodo regno ~m~ η βασιλεία του Γεωργίου του Α'==il regno di Giorgio primo 4 ((figurato)) do`minio ~m~; pote`re ~m~ assolu`to η βασιλεία των ΜΜΕ==il dominio dei mass-media 5 religione regno ~m~ η βασιλεία των ουρανών==il regno dei cieli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |