Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βασιλικός  
επίθετο

1 rea`le; rega`le; re`gio βασιλικό ανάκτορο==palazzo reale | βασιλικό ναυτικό==regia marina
2 mona`rchico ο παππούς μου είναι βασιλικών φρονημάτων==mio nonno è di sentimenti monarchici
3 ((figurato)) da re; degno d'un re; rea`le; rega`le βασιλικό γεύμα==pranzo regale+++βασιλικόν ύδωρ==acquaragia, acqua regia | βασιλικός πολτός==pappa reale

βασιλικός{1}  
ουσιαστικό αρσενικό

mona`rchico ~m~; reali`sta ~mf~

βασιλικός{2}
ουσιαστικό αρσενικό

botanica basi`lico ~m~

βασιλικότατος
επίθετο

superlativo di [βασιλικός]

βασιλικότερος
επίθετο

comparativo di [βασιλικός]

βασιλικώτατος
επίθετο

superlativo di [βασιλικός]

βασιλικώτερος
επίθετο

comparativo di [βασιλικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βασιλική βασιλίσκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---