Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βασιλοπούλα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βασιλόπουλο ^-ου, το^]
2 principe`ssa ~f~

βασιλόπουλο  
ουσιαστικό ουδέτερο

pri`ncipe ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βασιλόπιτα βασιλόφρονας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---