Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβασιμότητα
ουσιαστικό θηλυκό fondate`zza ~f~; attendibilità ~f~; serietà ~f~ αναγνωρίζω τη βασιμότητα των επιχειρημάτων σου==riconosco la fondatezza delle tue argomentazioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |