Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›βασιλόφρονας

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

βασιλόφρονας  
ουσιαστικό αρσενικό

mona`rchico ~m~; reali`sta ~mf~

permalink
‹ βασιλόπουλο
βασιλόφρων ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βασιλοκτόνος [επίθ.]
βασιλομήτωρ {βασιλομήτ...
βασιλόπιτα {δύσχρ. βα...
βασιλοπούλα {χωρ. γεν....
βασιλόπουλο [ουσ ουδ.]
βασιλόφρονας [ουσ αρσ ]
βασιλόφρων {βασιλόφρ-...
βάσιμος [επίθ.]
βασιμότατος [επίθ.]
βασιμότερος [επίθ.]
βασιμότητα [θηλ.ουσ]
βασιμώτατος [επίθ.]
βασιμώτερος [επίθ.]
βάσις [θηλ.ουσ]
βασισμένος [επίθ.]
βασκαίνω {βάσκα-να,...
βάσκαμα {βασκάμ -α...
βασκανία {χωρ. πληθ...
βάσκανος [επίθ.]
βασκάνω [ρ. μτβ.]


{{ID:BASILOFRONAS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti