Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βασιλεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 regna`re βασιλεύω με σύνεση==regnare con saggezza
2 ((figurato)) regna`re; domina`re στο δωμάτιό μου βασιλεύει ακαταστασία==nella mia stanza regna il disordine
3 astri tramonta`re ο ήλιος βασίλεψε==il sole è tramontato
4 occhi chiu`dersi (per sempre) τα μάτια του βασίλεψαν για πάντα==i suoi occhi si sono chiusi per sempre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βασιλεύς βασιλεύων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---