Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βασανιζόμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [βασανίζω]
2 angoscia`to
3 angustia`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βασανίζομαι βασανίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---