Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βασανίζομαι
ρήμα παθητικό

1 affli`ggersi
2 crocifi`ggersi
3 danna`rsi
4 soffri`re
5 stru`ggersi
6 tormenta`rsi
7 tortura`rsi
8 tribola`re

βασανίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 tortura`re; martoria`re; martirizza`re τον βασάνισαν πριν τον σκοτώσουν==lo torturarono prima di ucciderlo
2 ((figurato)) tormenta`re; affli`ggere βασάνιζαν καθημερινά τη μάνα με τη γκρίνια τους==affliggevano ogni giorno la madre con i loro piagnistei
3 esamina`re minuziosame`nte, attentame`nte; indaga`re a fo`ndo; sviscera`re βασανίζω ένα κείμενο==esaminare minuziosamente un testo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βάσανα βασανιζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---