Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
βαρυφορτωμένος
επίθετο
participio passato del verbo
[βαρυφορτώνω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< βαρύτονος
βαρυχειμωνιά >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βαρύτητα
{χωρ. πληθ...
βαρυτικός
[επίθ.]
βαρύτιμος
[επίθ.]
βαρύτονος
[επίθ.]
βαρύτονος
[ουσ αρσ και θηλ.]
βαρυφορτωμένος
[επίθ.]
βαρυχειμωνιά
[θηλ.ουσ]
βαρώ
{βαράς... ...
βαρώ
{βαράς... ...
βασάλτης
{βασαλτών}
βασαλτικός
[επίθ.]
βάσανα
[ουσ ουδ πληθ.]
βασανίζομαι
[ρ. παθ.]
βασανιζόμενος
[επίθ.]
βασανίζω
{βασάνισ-α...
βασάνισμα
[ουσ ουδ.]
βασανισμένος
[επίθ.]
βασανισμός
[ουσ αρσ ]
βασανιστήριο
{βασανιστη...
βασανιστής
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis