Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρύτητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 pesante`zza ~f~
2 fisica gravità ~f~; forza ~f~ di gravità ο νόμος της βαρύτητας==la legge della gravità
3 γνώμη valo`re ~m~; peso ~m~; autorità ~f~ η γνώμη του έχει κάποια βαρύτητα==la sua opinione ha un certo peso
4 serietà ~f~; importa`nza ~f~; gravità ~f~ η βαρύτητα μιας πράξης==la gravità di un'azione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρύτερος βαρυτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---