Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρύς  
επίθετο

1 pesa`nte βαρύ μπαούλο==un baule pesante
2 φωνή grave, basso; profo`ndo βαριά φωνή==voce bassa
3 τσιγάρο forte βαριά τσιγάρα==sigarette forti
4 tardo nei movime`nti; privo di agilità; dall'andatu`ra pesa`nte ένα βαρύ γέρικο άλογο==un vecchio cavallo dall'andatura, dal passo pesante
5 oppre`sso; triste; malinco`nico η ψυχή μου είναι βαριά==mi sento l'animo oppresso
6 indigeri`bile; indige`sto; pesa`nte βαρύ φαγητό==cibo pesante | τα φασόλια μού έπεσαν βαριά==i fagioli mi hanno appesantito lo stomaco
7 greve; pesa`nte; inte`nso; afo`so βαρύ άρωμα==profumo pesante | η βαριά ατμόσφαιρα της πόλης==l'aria pesante della città
8 caffè forte (ελληνικός) καφές πολύ βαρύς==caffè (alla turca) molto forte
9 pesa`nte; offensi`vo ανταλλάξαμε βαριές κουβέντες==ci siamo scambiati parole pesanti
10 grave βαριά αρρώστια==grave malattia
11 seve`ro; duro βαρεία επίπληξη==severo rimprovero
12 sonno profo`ndo; pesa`nte βαρύς ύπνος==sonno pesante
13 clima ri`gido βαρύς χειμώνας==inverno rigido
14 se`rio; bu`rbero; chiu`so; intratta`bile βαρύς χαρακτήρας==carattere burbero

βαρύτατος
επίθετο

superlativo di [βαρύς]

βαρύτερος
επίθετο

comparativo di [βαρύς]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρυποινίτισσα βαρυσήμαντος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


με βαριά καρδιά = a malincuore || ο βαρύς καφές = caffè [αρσ.] forte || τα βαρειά ναρκωτικά = droghe [θηλ. πλυθ.] pesanti || μη λες βαριές κουβέντες! = non essere offensivo!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---