Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρυποινίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

condanna`to ~m~ a una lunga pena, all'erga`stolo

βαρυποινίτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βαρυποινίτης ^-η, ο^]
2 condanna`ta ~f~ a una lunga pena, all'erga`stolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρυπενθώ βαρύς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---