Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαραίνω
ρήμα μεταβατικό 1 pesa`re; appesanti`re; grava`re ((anche in senso figurato)) το φορτίο βάραινε τη ράχη του αλόγου==il carico appesantiva il cavallo 2 appesanti`re; re`ndere più pesa`nte πολύ τη βάρυνες τη βαλίτσα==hai appesantito troppo la valigia | θα βαρύνω τα σκεπάσματα, γιατί κάνει κρύο==metterò delle coperte più pesanti perché fa freddo 3 appesanti`re, pesa`re οι πιπεριές μού βαραίνουν το στομάχι==i peperoni mi appesantiscono lo stomaco | με βαραίνει η συνείδησή μου==mi pesa sulla coscienza βαραίνω ρήμα αμετάβατο 1 παχαίνω appesa`ntirsi, pre`ndere peso; diventa`re più pesa`nte βάρυνε πολύ με την εγκυμοσύνη==si è appesantita molto con la gravidanza 2 pe`ndere; inclina`rsi; piega`rsi η ζυγαριά βαραίνει αριστερά==la bilancia pende a sinistra 3 επιδεινώνομαι aggrava`rsi η γιαγιά βάρυνε τις τελευταίες μέρες==la nonna è peggiorata negli ultimi giorni 4 γνώμη conta`re, pesa`re; ave`re peso; e`ssere importa`nte βαραίνει η γνώμη του==la sua opinione pesa, conta, ha peso βαρύνω ρήμα μεταβατικό forma letteraria di [βαραίνω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |