Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάρβαρος
επίθετο 1 storia ba`rbaro; stranie`ro βάρβαρα φύλα==stirpi barbare 2 ((figurato)) ba`rbaro; incivi`le; rozzo βάρβαροι τρόποι==modi barbari 3 ((figurato)) bruto; bruta`le χώρισε το σύζυγό της, γιατί ήταν βάρβαρος==ha divorziato dal marito perché era un bruto βάρβαρος ουσιαστικό αρσενικό 1 ba`rbaro ~m~ 2 bruto ~m~ 3 incivi`le ~m~ βαρβαρότατος επίθετο superlativo di [βάρβαρος] βαρβαρότερος επίθετο comparativo di [βάρβαρος] βαρβαρώτατος επίθετο superlativo di [βάρβαρος] βαρβαρώτερος επίθετο comparativo di [βάρβαρος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |