Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαρβάτος
επίθετο 1 ((popolare)) di animale da monta; da riproduzio`ne βαρβάτο άλογο==stallone, cavallo da monta 2 ((figurato)) abili`ssimo; ferra`to; forte; in gamba βαρβάτος γιατρός==medico molto in gamba permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |