Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βάρδια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 militare gua`rdia ~f~ αναλαμβάνω βάρδια==montare di guardia | είχα βάρδια όλη τη νύχτα==sono stato di guardia tutta la notte
2 turno ~m~ di lavo`ro δουλεύουμε με βάρδιες==lavoriamo a turni | στις δύο γίνεται η πρώτη αλλαγή βάρδιας==alle due stacca il primo turno ed entra il secondo | νυχτερινή βάρδια==turno di notte
3 ((per estensione)) chi è di turno ποιος είναι βάρδια απόψε;==chi è di turno stanotte?

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρδάρης βαρδιάνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---