Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βάπτιση
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [βάφτιση ^-ης, η^]

βάφτιση  
ουσιαστικό θηλυκό

religione batte`simo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαπτίζω βάπτισις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---