Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάψιμο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 metalli il tempra`re; tempra ~f~ 2 tintu`ra ~f~; il dipi`ngere ~m~; colorazio`ne ~f~; il pittura`re; verniciatu`ra ~f~; smaltatu`ra ~f~ το σπίτι θέλει βάψιμο==bisogna dipingere la casa | δε μου πέτυχε το βάψιμο στα μαλλιά==la tintura dei capelli non mi è venuta bene | το βάψιμο του αυτοκινήτου==la verniciatura della macchina 3 il trucca`rsi; trucco ~m~; truccatu`ra ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |