Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βάφομαι
ρήμα παθητικό

1 invernicia`rsi
2 pittura`rsi
3 ti`ngersi

βάφω  
ρήμα μεταβατικό

1 metalli tempra`re
2 colora`re; vernicia`re; smalta`re βάφω τα χείλη μου==tingersi le labbra, mettersi il rossetto | βάφω τα κάγκελα==verniciare il cancello | βάφω τα νύχια μου==smaltarsi le unghie
3 τοίχος pittura`re; dipi`ngere βάφω τον τοίχο==pitturare il muro
4 μαλλιά ti`ngere βάφω τα μαλλιά μου==tingersi i capelli+++την έβαψες!, την έχεις βαμμένη!==sei fritto! | τα βάφω μαύρα==piombare nella più nera disperazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαφικός βαφτίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---