Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βγάλσιμο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 il to`gliere; il cava`re; estrazio`ne ~f~ το βγάλσιμο τον τραπεζίτη με πόνεσε πολύ==l'estrazione del molare mi ha fatto molto male
2 medicina slogatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βγαλμένος βγάνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---