Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βγαίνω  
ρήμα αμετάβατο

1 usci`re βγαίνω από το σπίτι==uscire di casa
2 φωτογραφίες riusci`re οι φωτογραφίες βγήκαν θαμπές==le fotografie sono riuscite sfocate
3 affaccia`rsi; appari`re; spunta`re βγαίνω στο παράθυρο==affacciarsi alla finestra | βγήκε το φεγγάρι==è spuntata la luna
4 e`ssere prodo`tto στη Γαλλία και στην Ιταλία βγαίνουν τα καλύτερα κρασιά==in Francia e in Italia vengono prodotti i vini migliori
5 e`ssere ele`tto βγήκε δήμαρχος==è stato eletto sindaco
6 risulta`re; appari`re chia`ro, evide`nte απ' όσα άκουσα από τρίτους, βγαίνει ότι έχεις δίκιο==da ciò che ho sentito da terzi, appare chiaro che tu abbia ragione
7 riusci`re; veni`re
8 ba`ttere; supera`re; compe`tere δεν τον βγαίνει κανείς στο σκάκι==agli scacchi, non lo batte nessuno
9 anda`re di corpo ο ασθενής έχει πέντε μέρες να βγει==son cinque giorni che il malato non va di corpo
10 anda`re via; e`ssere elimina`to αυτός ο λεκές δεν βγαίνει==questa macchia non va via
11 usci`re; e`ssere stampa`to, pubblica`to βγαίνει σύντομα ένα καινούριο βιβλίο των εκδόσεών μας==uscirà fra poco un nuovo volume delle nostre edizioni
12 porta`re; condu`rre πού βγαίνει αυτός ο δρόμος;==dove porta questa strada?
13 avvera`rsi; realizza`rsi τα όνειρά μου βγαίνουν πάντα==i miei sogni si avverano sempre***βγαίνω στον αέρα==essere trasmesso, andare in onda | μού βγήκε η πίστη (ανάποδα)==mi sono dannato l'anima||ho sputato sangue||ho sudato sette camicie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βγάζω βγαλμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


βγαίνω στη σύνταξη = andare in pensione || βγαίνω στην επιφάνεια = venire a galla


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---