Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβδελυρός
επίθετο esecra`bile; esecra`ndo; abomine`vole; orre`ndo βδελυρότατος επίθετο superlativo di [βδελυρός] βδελυρότερος επίθετο comparativo di [βδελυρός] βδελυρώτατος επίθετο superlativo di [βδελυρός] βδελυρώτερος επίθετο comparativo di [βδελυρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |